εὐμενῆ — εὐμενής well disposed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐμενής well disposed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐμενής well disposed masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐμένη — Εὐμένης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Εὐμένης masc acc sg (attic epic doric) Εὐμενέω to be gracious imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) Εὐμενέω to be gracious pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμένη — εὐμενέω to be gracious pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) εὐμενέω to be gracious imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐμενῆι — Εὐμενῇ , Εὐμενέω to be gracious pres subj mp 2nd sg Εὐμενῇ , Εὐμενέω to be gracious pres ind mp 2nd sg Εὐμενῇ , Εὐμενέω to be gracious pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμενῆι — εὐμενῇ , εὐμενέω to be gracious pres subj mp 2nd sg εὐμενῇ , εὐμενέω to be gracious pres ind mp 2nd sg εὐμενῇ , εὐμενέω to be gracious pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… … Dictionary of Greek
Αντιγένης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ποιητής (5ος αι. π.Χ.). Διακρίθηκε στους διθυράμβους. 2. Μακεδόνας στρατηγός (μέσα 4ου αι. π.Χ.). Ήταν στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου και έχασε το ένα μάτι του στην πολιορκία της Περίνθου (340 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
Τεύταμος — Μακεδόνας στρατηγός επίλεκτου σώματος αργυρασπίδων. Στον πόλεμο μεταξύ του Ευμένη και του Αντίγονου, πήρε μέρος με τον πρώτο. Το 316 π.Χ. όμως άλλαξε στρατόπεδο και παρέδωσε ζωντανό τον Ευμένη στον αντίπαλό του. Από τότε χάνονται και τα ίχνη του … Dictionary of Greek
ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… … Dictionary of Greek
κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… … Dictionary of Greek